- ἀωρόνυκτον
- ἀωρό-νυκτον ἀμβόαμα, mitternächtig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀωρόνυκτον — ἀωρόνυκτος at midnight masc/fem acc sg ἀωρόνυκτος at midnight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αωρόνυκτος — ἀωρόνυκτος, ον (Α) 1. ο μεσονύχτιος (φρ., «ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα ἔλακε» έσκουξε τα μεσάνυχτα, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μυχόθεν — (Α) επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια τού σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό θεν, κυκλό θεν)] … Dictionary of Greek